dévoyée - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dévoyée - translation to γαλλικά


dévoyé      
{ adj }, { subst } ({ fém } - dévoyée)
1) сбившийся [сбившаяся] с пути
2) сбитый [сбитая] с толку; свихнувшийся [свихнувшаяся]
3) развращенный [развращенная]
искривлённый трубопровод      
tuyau dévoyé
dévoyée      
{ adj } ({ fém } от dévoyé)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dévoyée
1. Pourtant, ils l‘ont encouragée, voire dévoyée, ou ont fermé les yeux.
2. Evidemment, Violetta Valéry, la dévoyée, doit ętre une star mythique.
3. Gare aux chausse–trappes d‘une célébrité dévoyée donc, aux mirages que suscitent certaines femmes–objets.
4. On l‘aimait davantage en Chérubin rappeur qu‘en dévoyée un peu courte de jambes.
5. Cette votation importante devrait donc ętre l‘opportunité de revaloriser les créateurs d‘entreprises, en faisant pi';ce ŕ l‘amalgame désastreux qu‘entretient la gauche avec une grande économie parfois dévoyée.